Δεκέμβριος 1204,
Όταν έφτασα στο Μοναστήρι, είχε πέσει το σούρουπο. Έφτασα την ώρα του ερπερινού, γι' αυτο όλοι οι λοιποί αδελφοί προσεύχονταν στο ναό μαζί με τον Ηγούμενο και το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού. Ο αδελφός Πάβελ Όσναμπρούεκ ήταν ο μόνος που βγήκε να με υποδεχθεί. Με υποδέχθηκε με ένα εγκάρδιο ζωηρό βλέμμα, που πρόδιδε ανυπομονησία και περιέργεια. Ο αδελφός Πάβελ, ήταν ένας μοναχός 40 ετών, μα δε θα το μάντευες αυτό από το νεανικό πρόσωπό του. Ο Ηγούμενος έλεγε πως αυτό του το χάρισμα, ήταν η κατάρα του Διαβόλου στην εύθραυστη ψυχή του. Aν δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Ηγουμένου να ενδυθεί το Σχήμα, έλεγε συχνά ο σοφός Γέροντας, αυτό του το προσωπείο θα τον είχε κατακρυμνήσει στο πυρ του Ακατονόμαστου μέσω του εύκολου δρόμου της σαρκικής αμαρτίας και της φιλαυτίας.
Η γριά φοράδα μου, καβάλα στην οποία είχα κάνει το μεγάλο και κοπιαστικό ταξίδι μέχρι το μοναστήρι, φαινόταν ιδιάιτερα κουρασμένη και άσθμενε. Ο αδελφός Πάβελ ακούμπησε ένα ισχνό χέρι στο στέρνο της και τη χάιδεψε στοργικά. Γύρισε και με κοίταξε. Το βλέμμα του, οξύνες και σπινθυροβόλο, σχεδόν πονηρό· κάτι για το οποίο ο Ηγούμενος επίσης τον επέπλητε συχνά: « Τι βλάσφημες σκέψεις παλεύεις να κρύψεις από τα μάτια του Κυρίου, αδελφέ Πάβελ;! Να περάσεις να σε εξομολογήσω αμέσως μετά τον εσπερινό!!» τον μάλωνε συχνα μισο-αστειευόμενος. Εμείς βέβαια γνωρίζαμε πως ο αδελφός Πάβελ είχε την αγνότητα της σκέψης ενός μικρού παιδιού. Εκτός βέβαια από το ερευνητικό μυαλό του το οποίο δούλευε ακούραστα τις πάμπολες σκέψεις του για τον Κόσμο.
«Δεν θα βγάλει το μήνα » μου έιπε ήρεμα κοιτώντας με στα μάτια . Είχε απόλυτο δίκιο, οπως θα διαπίστωνα σύντομα. Είχε, όπως έμαθα σε κατοπινό χρόνο, περάσει τα νεανικά του χρόνια ως βοσκός σε ένα κοντινό στο μοναστήρι χωριό, το οποίο ήταν και ο τόπος καταγωγής του και είχε χάρισμα με τα ζώα. Κατέβηκα από το άλογο και τον ακολούθησα στους στάβλους. Το σκοτάδι είχε ήδη απλωθεί. « Μην ανησυχείς για τη φοράδα σου. Αν δεις τη ζωή σαν μια αλληλουχία θανάτων, όλα θα γίνουν ευκολότερα » μου είπε σαν να έλεγε το πιο φυσιολογικό και ευχάριστο πράγμα στον κόσμο. Στάθηκα και τον κοίταξα αποσβολωμένος. Ήταν λοιπόν καταφανής η διαφορά με τους μοναχούς της Πρωτεύουσας που είχα γνωρίσει μέχρι τώρα.
Η φοράδα μου πράγματι κίνησε να βοσκήσει στα μεγάλα ολόλευκα λιβάδια του Πλάστη, πριν φύγει ο μήνας. Μα δεν στεναχωρήθηκα για το χαμό της · είχα κερδίσει ένα καινούργιο φίλο. Ο Θεός έμελλε να επιστεγάσει τη δυνατή φιλία μου με τον αδελφό Πάβελ Όσναμπρούεκ από εκείνη τη μέρα και στο εξής μέχρι τα βαθιά μας γεράματα, καθυστώντας μας συμμαχητές στο στοίβο του Δημιουργού και στο αγώνισμα του Σχήματος.
Ο αδελφός Πάβελ εκοιμήθη το Δεκέμβριο του 1220 ,σε βαθιά γεράματα, 16 χρόνια αφότου τον είχα γνωρίσει, το σούρουπο εκείνο στην πύλη του μοναστηριού. Απ' το βλέμμα του, που έμεινε πάντα απαράλλαχτο και ζωηρό σα νεαρού που ανακαλύπτει τον κόσμο για πρώτη φορά, ο Κύριος απέστρεψε τον μαρτυρικό φόβο της θέασης του σωματικού θανάτου, μέχρι τη στιγμή που Τον συνάντησε, με τον πιστό του φίλο να ψέλνει το κατευώδιο στο προσκεφάλι του και τους αγγέλους να συνοδεύουν την ψυχή του.
Δανιήλ Φερράρι,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου