Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2018

Chedim*

Ο ιερέας ανέβηκε το λόφο με σχετική γρηγοράδα.
Τόσο σχετική που κάποιοι θα την ονόμαζαν βραδύτητα. 
Ο ήλιος της ερήμου ήταν καυτός και έκαιγε το δέρμα του. 
Ο ήλιος της ερήμου ήταν τόσο καυτός που έκαιγε το δέρμα και τα μάτια του. 
Τα μάτια του είχαν γίνει σαν ήλιοι απ' το κάψιμο και έκαιγαν κι αυτά όπως ο Ήλιος. 
Ο δυνατός αέρας φυσούσε την άμμο μέσα στα μάτια του και ο ιερέας ένιωθε σαν να του επιτίθονταν στα μάτια θραύσματα καθρέφτη.
Φορούσε ένα λευκό σάλι που ανέμιζε στον άνεμο.
Ο ήλιος της ερήμου ήταν καυτός και έκαιγε το δέρμα του και τα μάτια του και την ψυχή του.
Δεν ήταν κατάλληλα ντυμένος και τα τακούνια δεν είναι παπούτσια για αναρρίχηση.
Τα κόκκινα δωδεκάποντα βούλιαζαν στην άμμο, αλλά κάποια στιγμή βρέθηκε στην κορφή του λόφου από άμμο , δηλαδή του λεγόμενου αμμόλοφου, ο οποίος ήταν αρκούντως ψηλός, πράγμα που σημαίνει ότι του πήρε αρκετή ώρα ν'ανέβει.
Μόλις έφτασε στην κορυφή, κάθισε οκλαδόν για να ξεκουραστεί.
Σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του με το σάλι του.
Το σάλι πασαλείφτηκε από το κόκκινο κραγιόν και έμοιαζε σα ματωμένο σάλι, δηλαδή, όχι σαν ένα απλό, λευκό σάλι, αλλά σαν ένα λευκό σάλι που είχε σκουπίσει κάποια λεγόμενη πληγή.
Το κόκκινο κραγιόν πασαλείφτηκε στο πρόσωπό του καθότι σκουπισμένο από το λευκό σάλι.
Ο ιερέας ήπιε λίγο νερό από το παγούρι του και έφαγε ένα τοστ.
Ο αέρας φυσούσε δυνατά. 
Δεν υπήρχε καμία σκιά.
Ο ιερέας συνέχισε να κάθεται οκλαδόν για λίγη ώρα, δηλαδή για λίγα λεπτά και μετά σηκώθηκε όρθιος.
Προσευχήθηκε για λίγο στο Θεό.
Είπε στο Θεό διάφορα πράγματα.
Τον αποκάλεσε el  Olam, πράγμα που σημαίνει ο Αιώνιος.
Τον αποκάλεσε Ha- Qadoch barouch Hou, πράγμα που σημαίνει ο Θεός ο Άγιος και ευλογητός.
Τον αποκάλεσε Ελοχίμ , πράγμα που σημαίνει ο κριτής.
Ο ιερέας ονομαζόταν Μιχαήλ.
Αυτό σημαίνει αυτός που είναι σαν τον Θεό.
Ο Μιχαήλ τη συγκεκριμένη στιγμή δεν ένιωθε καθόλου να είναι σαν τον Θεό.
Πιο κοντά ένιωθε με το τοστ.
Το τοστ όμως το είχε φάει ήδη.
Δηλαδή ο Μιχαήλ ταυτιζόταν περισσότερο με το τοστ παρά με το Θεό, τη συγκεκριμένη όμως στιγμή.
Αφού τελείωσε τις προσευχές ο Μιχαήλ άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του και έβγαλε έξω το πέος του.
Μετά το ξανασκέφτηκε και έβγαλε ένα ένα όλα τα ρούχα του και τα εσώρουχα.
Τα δίπλωσε αργά και προσεκτικά και τα άφησε  δίπλα του στην άμμο.
Κατούρησε στα χέρια του και άλειψε τα ούρα του σε όλο του το σώμα και το πρόσωπο.
Στη συνέχεια ξάπλωσε γυμνός πάνω στην άμμο.
Η άμμος έκαιγε πολύ , ακριβώς όπως και ο Ήλιος.
Πήρε έναν αναπτήρα από την τσέπη του παντελονιού του και έβαλε φωτιά στα μακρυά μαλλιά του.
Ξανα-ξάπλωσε στην άμμο.
Οι τρίχες τσιτσίρισαν με απίστευτη ταχύτητα και ο Μιχαήλ σταύρωσε τα χέρια του στο στέρνο του και περίμενε να πεθάνει.
Η φωτιά άρχισε να κυκλώνει το πρόσωπό του.
Άρχισε να γλέιφει το κεφάλι του και το πρόσωπό του και τους ώμους του.
Ο Μιχαήλ δεν έβγαλε κανέναν ήχο.
Δεν είχε σκεφτεί ότι δε θα καιγόταν ολόκληρος.
Αντί να καεί ολόκληρος κατάφερε να πάθει σοβαρά εγκαύματα.
Στο πρόσωπο και στο κεφάλι και στους ώμους.
'Έμεινε ξαπλωμένος εκεί για κάποιες ώρες μέσα στην ίδια του την αποτυχία.
Δεν είχε σκεφτεί ότι δε θα φλεγόταν ολόκληρος.
Βρε ανόητε τα ούρα δεν είναι έυφλεκτο υλικό. Τα ούρα , βρε ανόητε, δεν είναι εύφλεκτο υλικό.










*δαίμονες, ασώματα πνεύματα, πνεύματα πειρασμού των μετακατακλυσμικών πολιτισμών