Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Μοέντ*


- Καθόμουν με τους άλλους στην πλατεία αλλά σύντομα είπαμε να πάμε πρώτα απ' του Ξενοφώντα στα Εξάρχεια να πάρουμε την κόκα. Εγώ εκεί κοιμόμουν, δηλαδή στον Ξενοφώντα, και εκεί την είχα αφήσει. Βασικά το'χα ψήσει να την πιω μόνος μου, δηλαδή όλη την κόκα αλλά τελικά είπα ,εντάξει, καλύτερα με φίλους, δηλαδή ενέδωσα.Δηλαδή όχι μόνος μου, αλλά με τους λίγους και εκλεκτούς (γι αυτό στην αρχή δεν το είχα πει σε κανέναν αλλά μετά το είπα). Πάμε στον Ξενοφώντα, βρίσκω την κόκα, προς στιγμήν ξέχασα που την είχα καβατζώσει, αλλά τη βρήκα, την είχα πάνω μου τελικά, δηλαδή μέσα στο παπούτσι μου και λέω: εγω λέω να βγαλω μία γραμμή και φεύγουμε. Λένε ναι, ωραία, οκ, μετά ο Τόλης λέει να βγάλω άλλη μια και φεύγουμε; Λέμε ναι και μετά ο Μάνος λέει να βγάλω άλλη μια και φεύγουμε αμέσως μετά; Λέμε ναι και τώρα κάνουμε αυτό το πράγμα περιστροφικά, ο καθένας λέει να βγάλουμε μια γραμμή και ότι αμέσως μετά θα φύγουμε και , καταλαβαίνεις, ήπιαμε μισό γραμμάριο κόκα σε μισή ώρα. Και πάμε στο παρτουζόσπιτο έτοιμοι για δράση φουλ κόκκαλο , φουλ κοκαρισμένοι και φτάνουμε στο παρτουζόσπιτο εγώ κι ο Τόλης. Ο Τόλης που μία στις 3 κουβέντες του είναι: Ρε μαλάκα, μακάρι να μην ήμουν τόσο σκαλωμένος στο σεξ, τον ξέρεις τον Τόλη είναι μαζεμένος, είναι prude ρε παιδί μου, δυσκολεύεται. Και πάμε στην παρτούζα, δηλαδή στο λεγόμενο παρτουζόσπιτο, με τον Τόλη. Φτάνουμε εκεί και μας ανοίγει την πόρτα ο Γιάννης με μια λαμέ ρόμπα, ασημί, ανοιχτή, γυμνός και μας λέει φευγαλέα: Εγώ γλύφω ότι μπορώ, γλύφω ότι μπορώ και φεύγει και βλέπω τον Τόλη να συστέλλεται στον ίδιο του τον όγκο, να σκαλώνει. Σα κουταβάκι που του φωνάξανε ήτανε, γιατί στα δωμάτια πηγαινοέρχονταν  άνθρωποι γυμνοί, μουνταρισμένοι, τρύπιοι, είχανε πάρει τρυπάκια, άλλοι ήτανε μαγκωμένοι, (με φρικάρουν οι μαγκωμένοι άνθρωποι, no joke, δεν την παλεύω να τους βλέπω άσχετο που κι εμένα με πιάνει),η τύπα που έμενε στο παρτουζόσπιτο μας υποδέχτηκε, μας χαιρέτησε. Ήτανε οι περισσότεροι σε ένα δωμάτιο που είχε ένα ημίδιπλο κρεββάτι και δύο καναπέδες και γλείφονταν και χαϊδεύονταν.
- Και τι κάνανε δηλαδή;
- Ε αυτο, γλείφονται και χαϊδεύονται, ξάπλωναν στο κρεββάτι και στους καναπέδες και στο πάτωμα, νιώθουν ότι είναι γαμάτοι, γελάνε, μετά ένας παίρνει μια ζώνη και βαράει ελαφριά τον ποπό ενός άλλου φωνάζοντας: BDSM! BDSM!, και λέω cringe ρε μαλάκα, cringe! Και παρόλα αυτά εγώ ήμουν φουλ σ'αυτό και έτοιμος να βγάλω τα ρούχα μου και τουλάχιστον να χαϊδέψω κάποιον, αλλά γυρνάω δίπλα και βλέπω τον Τόλη έχει μαζευτεί και φοβάται και λέω πω ρε μαλάκα, ΔΕ θέλω να είναι ο Τόλης σε μία παρτούζα που ήρθε με τον φίλο του και να φοβάται και να μαζεύεται, να συστέλλεται δηλαδή συγκεκριμένα , και μέσα στην ψύχρα της κόκας είπα ΔΕ θα αφήσω το φίλο μου μόνο του και δε θα του πω ενώ φοβάται ρε μαλάκα βγάλε τα ρούχα σου! Γιατί ΔΕ θέλω και του είπα πάμε να πιούμε μπάφους στην κουζίνα και είμαστε τώρα οι δύο τύποι που, στο σπίτι που γίνεται η παρτούζα, έστριβαν μπάφους και η  τύπα ερχότανε γυμνή και αγκαλίτσες και γιατί δεν έρχεστε, ένιωθε άβολα η κοπέλα με μας και τη φάση μας και ο Τόλης όταν μέναμε μόνοι μας προσπαθούσε να βρει κάτι να πει και αν έχεις το Θεό σου λέει: Εεεε σκεφτόμουνα να φάω αυτή τη σπανακόπιτα και τελικά την τρώει τη λεγόμενη σπανακόπιτα και σκάει μια τύπα και του λέει: Αν ρίξεις ψίχουλα απ'τη σπανακόπιτα θα σε γαμήσω. Και μετά ο Τόλης έτρωγε τη σπανακόπιτα με χέρι από κάτω σκυμμένος πάνω απ' το νεροχύτη και με απίστευτη προσοχή γιατί αγχωνότανε μη λερώσει. Και στρίβουμε τον ένα μπάφο μετά τον άλλο γιατί βαριόμαστε και κάθε λίγο μου λέει ψάχνοντας τις γωνίες: Ρε μαλάκα, βλέπεις κανά ψίχουλο; Και βγαίνουμε απ' το σπίτι το πρωί, είχε πάει πρωί, και μου λέει αυτή η γαμιόλα που μου μίλησε άσχημα και του λέω πλάκα έκανε ρε μαλάκα και εσύ γιατί την έφαγες τη σπανακόπιτα στο κάτω κάτω δεν πειράζει εσύ να'σαι καλά και πάμε να στρίψουμε ένα μπάφο.    





*χρόνος συναντήσεως (εβραϊκά)