Ξύπνησα με
μια αίσθηση τρόμου αναμεμειγμένου με
αηδία στη ψυχή μου. Ένα ιδιαίτερα κακό
προαίσθημα και μια χαοτική βεβαιότητα
ότι το προαίσθημα αυτό ανήκε σε μια
υπολογίσιμη πραγματικότητα. Παρ' όλη
την υπερβολική αυτή, και πομπώδη χρήση
επιθέτων προχώρησα προς το υπόλοιπο
της μέρας αυτής. Έστω και με ενδοιασμούς.
Ψυχαναγκασμός είναι η λέξη που έψαχνα.
Η βαρετή συνέχεια της ζωής μου: λεωφορείο,
τρένο, μετρό. Στη στάση για το δεύτερο
λεωφορείο που θα χρειαζόμουν δεν πρόλαβα
να τελειώσω το τσιγάρο μου πράγμα που
δυσαρέστησε τόσο εμένα όσο και τον
καρκίνοΣ¹
μου. Τουλάχιστον είχα βρει μια φτηνή
μάρκα που να μου αρέσει. Αυτό ήταν αρκετά
σημαντικό. Ένα μικρό λεωφορείο που δεν
είχα ξαναχρησιμοποιήσει υποσχόταν να
με πάει στον προορισμό μου. Ο τελευταίος,
ήταν η σχολή στην οποία πέρασα αλλά στην
οποία δεν έχω καμία όρεξη να πηγαίνω.
Σχεδόν. Καθώς ανέβηκα στο μέσο μαζικής
μεταφοράς είδα, προς μεγάλη μου έκπληξη,
ότι ήταν σχεδόν άδειο, πράγμα αδιανόητο
για ένα “φοιτητικό” λεωφορείο. Η
διαδρομή ήταν τελείως άγνωστη. Όταν
ένιωσα ότι το μέγεθος που έχουμε ορίσει
(αυθαίρετα, πράγματι) για να αντικατοπτρίζει
τη φθορά μας είχε πολλαπλασιαστείΣ²,
σκέφτηκα να κοιτάξω την ώρα στο παλιό
μου ρολόι. Δεν το είχα μαζί μου. Κανένα
πρόβλημα. Θα μπορούσα να ζήσω για λίγες
ώρες χωρίς ρολόι. Δεν ήταν και σα να μην
είχα τσιγάρα. Άρχισα να παρατηρώ τις
στάσεις που έκανε το λεωφορείο. Ήξερα
ότι έπρεπε να κατέβω στο τέρμα. Έμοιαζαν
ατελείωτες. Δεν είχαν κάποια μαθηματική
ακολουθία. Και μετά είχαν. Και μετά πάλι
δεν είχαν. Δηλαδή έμοιαζαν τυχαίες, σα
να μην ήξερε ο οδηγός που ήθελε να πάει,
ενώ, μετά, οι στάσεις, είχαν μια λογική,
συγκεκριμένη, που έδινε την αίσθηση
της εναλλαγής και σε παρέτρεπε να λύσεις
το αίνιγμα. Εγώ δεν κατάφερα να το λύσω.
Είχε περάσει μια μέρα, ίσως, ή ένα λεπτό.
Ποτέ δεν είχα καλή αίσθηση του χρόνου.
Το λεωφορείο ήταν σχετικά ζεστό και το
φως μέσα ήταν γκρίζο. Παρατήρησα ότι σε
κάποιες στάσεις ανέβαιναν κάποιοι
επιβάτες. Επίσης κανείς δεν κατέβαινε
ποτέ. Ο λιγοστός ,όμως, αριθμός των
επιβατών δεν αυξανόταν. Αισθάνθηκα την
ανάγκη να καπνίσω. Αλλά είναι γνωστό
ότι δεν επιτρέπεται να καπνίσεις σε ένα
λεωφορείο. Άρχισα να αισθάνομαι αυτή
τη δυσφορία με την οποία είχα ξυπνήσει
το πρωί. Μα πότε, στο καλό, θα φτάναμε
στο τέρμα; Για ποιο σκοπό ταξίδευα σε
αυτό το καταραμένο κάρο του διαβόλου;
Δε νομίζω ότι μπορώ να θυμηθώ που έπρεπε
να πάω. Αλλά δεν ήταν αυτό ακριβώς που
με ανησυχούσε. Όταν θα έφτανα στο τέρμα
θα αντιμετώπιζα εκείνο το ζήτημα, Αυτό
που με ανησυχούσε ήταν ότι το λεωφορείο
αυτό έμοιαζε να μην έχει προορισμό. Ίσως
και να ήταν όλα στο μυαλό μου. Το μυαλό
μου δεν το εμπιστεύομαι ιδιαίτερα. Το
μυαλό, γενικά, δεν είναι κάτι για να το
εμπιστεύεσαι. Μπορεί να θεωρήσει ως
αλήθειες, ανούσια πράγματα όπως ο έρωτας,
η πίστη, ο θεός. Σκέφτηκα πως ίσως θα
ήταν καλύτερα να ρωτήσω κάποιον πότε
φτάνουμε στο τέρμα. Ήξερα όμως πως δε
θα έπαιρνα απάντηση. Απολύτως καμία. Το
ήξερα αυτό από κάποιο σημείο μέσα στην
σκέψη μου κι από το γεγονός ότι δε
μπορούσα να συλλάβω ακριβώς της μορφή
των συνεπιβατών μου. Κατά κάποιο περίεργο
τρόπο αντιλήφθηκα ότι βρίσκονταν εκεί
αλλά ταυτόχρονα ο καθένας ήταν μόνος
του. Σαν ένα σκιώδες κυκλικό τοίχος να
περιέβαλε τον καθένα μας γύρω από τη
μορφή του. Φοβόμουν να στρέψω όλο μου
το βλέμμα προς αυτούς και να παραβιάσω
το χωροχρόνο που τους έκλεινε. Αν και
θα το ήθελα πολύ. Άρχισα να νιώθω
χειρότερα. Τα συναισθήματά μου είχαν
γίνει εντονότερα δυσάρεστα. Αρχικά ήταν
απλά μια δυσφορία, όμως, τώρα, ένιωθα
έναν έντονο πόνο. Ένα μαύρο σκυλί τρεφόταν
από την ψυχή μου. Υδράργυρος έρεε στις
φλέβες μου και ένιωθα να βουλιάζω σε
ένα τρομακτικό και κρύο πηγάδι που
προφανώς δεν είχε πάτο. Και μια συνεχής
τάση για εμετό. Ήθελα τόσο πολύ να καπνίσω
αλλά ήξερα ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Για
όσο βρισκόμουν στο γαμημένο το λεωφορείο.
Αυτό το διεστραμμένο όχημα είχε αρχίσει
να σαπίζει το μυαλό μου. Με ρουφούσε
στην αργή βασανιστική ανελέητη πορεία
του. Το μόνο που έκανα ήταν να περιφέρομαι
στο διάδρομο του λεωφορείου που δεν
άλλαζε·
άδειος και παγερά σταθερός. Μόνο
και μόνο για να συνειδητοποιήσω τον
περιορισμένο χώρο. Είναι αέρας αυτό που
αναπνέω; Όχι είναι θλίψη. Θλίψη σε αυτό
το ζεστό ζοφερό μέρος. Και αυτός ο πόνος
με έκανε να θέλω να καταπιώ την ψυχή
μου. Ήθελα να ουρλιάξω. Ναι αυτό ήθελα.
Ήθελα να ουρλιάξω μέχρι να σπάσουν οι
φωνητικές μου χορδές. Να ουρλιάξω
βοήθεια. Και να έρθει κάποιος και να
γίνω τόσο μικρός σαν ένα σπιρτόκουτο
και να χωθώ στην αγκαλιά του. Και να με
προστατέψει από τη φρίκη της σκέψης
μου. Μα αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν.
Κανείς δεν ήρθε. Ούτε εγώ φώναξα. Ούτε
έκλαψα κι ας ήθελα να κλάψω τόσο πολύ
που να πλημμυρίσει το λεωφορείο και να
πνιγούμε όλοι εκεί μέσα·
(στο ρημαδιασμένο “εκεί μέσα”). Και γω
και οι τρομακτικοί άνθρωποι μέσα στα
τείχη τους. Κι αυτό με έκανε πιο
δυστυχισμένο. Θάνατος όλη την ώρα. Αυτό
ήταν. Το λεωφορείο δεν θα έφτανε ποτέ
στο τέρμα. Τώρα το ήξερα αυτό. Και γω;
Εγώ ήμουν νεκρός και είχα πριν κάποιο
χρόνο, (μήνες, χρόνια, δευτερόλεπτα, δε
γνωρίζω) διαβεί την πύλη της Κόλασης.
________________________________
Σ¹(μεταφορική
χρήση της λέξης καρκίνος= εθισμός, το
κομμάτι της συνείδησής του που θέλει
να καπνίζει)
Σ²(=περάσει)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου