Η Ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία βουτώντας με το κεφάλι από τον όγδοο όροφο μιας πολυκατοικίας. Πέφτει αιωρούμενη με τα χέρια και τα πόδια ανοιχτά, σα βίαιο πούπουλο, καθώς το λευκό της νυχτικό ανεμίζει κοριτσίστικα, και σκάει στο πάτωμα με δύναμη, τα μυαλά και τα κρέατά της απλώνονται ,απλόχερα, γύρω, σε ακτίνα πολλών μέτρων. Ο αρχέγονος ροζ πολτός από τα πάντα και το τίποτα, μια εναλλακτική μορφή από αυτό που ήταν πριν (περισσότερο στέρεο, παραλληλόγραμμο και οριοθετημένο), αλλά εξίσου σημαντική και αξιόλογη.
Η Ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ξοπίσω της βουτάνε δεκαπέντε μικρά παπάκια, που βαδίζουν κίτρινα, φωνάζοντας χαρούμενα και αθώα, μέχρι να πέσουν στο κενό μη καταλαβαίνοντας ποτέ τι τους συνέβη. Ήταν το πρώτο πράγμα που αντίκρυσαν όταν εκκολάφθηκαν ,η Ελπίδα, ,τα παπάκια, και από τότε την ακολούθησαν σε παράταξη για μάνα τους.
Η Ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία και ο ιατροδικαστής είπε ότι πέθανε ώρα 12:34 π.μ. από πρόσκρουση με έδαφος.