O Ιγνάτιος Λογιόλα, ονειρεύτηκε ένα βράδυ ότι πέθανε η μάνα του. Σε ένα ταραχώδη σύντομο ύπνο πέντε μόλις ωρών, καθώς ξενύχτησε το προηγούμενο βράδυ κοπιαστικά μελετώντας τους Μεσαιωνικούς Λογικιστές, βίωσε την ανείπωτη απελπισία της απώλειας όπως δεν την είχε νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Του Ιγνάτιου Λογιόλα δεν του είχε πεθάνει ποτέ κανείς. Έτσι το μυαλό του φρόντισε να τον ασκήσει στο πένθος, γιατί το μυαλό τέτοια κάνει, και δεν ξέρει κανείς πραγματικά το γιατί. Έτσι ο Ιγνάτιος Λογιόλα, βίωσε στον σχετικό χρόνο του ονείρου, τρεις μέρες αβυσσαλέου θρήνου, για πρώτη φορά χάνοντας αυτό το οποίο είχε συνηθίσει πάντα να θωρεί ως αιώνια σταθερά και δεδομένο. Η πραγματική μάνα του Λογιόλα, και όχι το ονειρικό αντίγραφό της, ήταν άρρωστη εκείνο το μήνα από μια ακίνδυνη αλλά εξαντλητική γρίπη. Καθώς το πνεύμα του ήταν αδύναμο εκείνο τον καιρό, απέφυγε εφευρίσκοντας δικαιολογίες χρονικοτήτων να την επισκεφτεί γιατί δεν ήθελε να τη νταουνιάσει. Στην πραγματικότητα, αντί να επισκεφθεί την άρρωστη μάνα του προτίμησε να αφοσιώνεται σε μελέτες κατά τη μέρα και πάρτια κατά τη νύχτα. Γιατί οι μελέτες κουράζουν την νόηση της αδυνατισμένης ψυχής και την προστατεύουν από τη μελαγχολία. Και γιατί τα πάρτια που μπορούν να καλύψουν τη βαρύτητα των αισθημάτων διασκορπίζοντας την ανάμεσα σε νεαρά λικνιζόμενα σώματα σαν ευγενές αέριο, ελαχιστοποιούν την πιθανότητα να προσκολληθούν τα μιαρά αισθήματα σε αθώους οργανισμούς. Αντί να κάνει παρέα στη μιζερική ασθένεια της μάνας του, ο Λογιόλα προτίμησε να φιλάει αγόρια χωρίς να τ'αγαπά, γιατί ήταν πεπεισμένος πως το σπέρμα τους λειτουργούσε ως φάρμακον επιβιωτικό και πως το να καβλαντίζεις είναι προτιμότερο από το να κάθεσαι και να κλαις πάνω από τον Ιωάννη της Κλίμακος στο γραφείο σου. Στο όνειρο, η μάνα του Λογιόλα πέθανε ξαφνικά είτε έπειτα από ασθένεια, αλλά αυτό είναι δευτερευούσης σημασίας. Στο όνειρο, ο Ιγνάτιος θρηνούσε και οδυρόταν, απόλυτα πεπεισμένος πως οριστικά απώλεσε τη μάνα του για τρεις χριστο-μαρτυρικές μέρες, μέχρι που το ξυπνητήρι του τον απάλλαξε από το απατηλό βασανιστήριο. Στο όνειρο όπως και στην πραγματικότητα, η μάνα του ήταν ένας άνθρωπος που λέμε επιτυχημένος στη ζωή, καταξιωμένη στο επάγγελμά της και δεχόμενη την αγάπη όσων την ήξεραν. Στο όνειρο, ο Λογιόλα μασούλησε μιαν απελπισία σαν ελεύθερη πτώση σε Carroll-ικό πηγάδι, βυθίστηκε σε ένα κρεβάτι δίχως στρώμα, δίχως τάβλες, δίχως πάτωμα, δίχως γη και έπαψε να τρέφεται και να πίνει. Γιατί αν είναι σχετικά εύκολο ύστερα από κάποια χρόνια να αποδεχθείς το δικό σου θάνατο, μοιάζει αδύνατο κατόρθωμα να ανεχτείς τη δυνητική ανυπαρξία των Άλλων. Στο όνειρο, ο βασικός τόπος του θρήνου του Λογιόλα, ήταν ένα ευρύχωρο, λευκό, αποστειρωμένο δωμάτιο Δημοσίου Υπαλλήλου που υποκρινόταν το γραφείο εργασίας της μάνας του, με μία μεγάλη αφίσα με το πρόσωπό της πάνω από το διευθυντικό της έδρανο. Την αφίσα αυτή, ριγμένος πάνω στον τοίχο ο Ιγνάτιος φιλούσε και πασπάτευε με ζητιανικά χέρια, ουρλιάζοντας το πένθος του παρολιγοθυμώντας. Κατόπιν την κατέβασε και την κουβάλησε μαζί του για να της κλαίει και της μιλάει στους τόπους του θρήνου που ακολούθησαν μετά: το δωμάτιό του, το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου κάποιων φίλων. Σαν βγήκε από την πλάνη του ονείρου, αποκαμωμένος σαν να πολέμησε σε χίλιες κοινωνικές εξεγέρσεις που εκφυλίστηκαν οι σκοποί τους, ο Ιγνάτιος βρέθηκε ψυχικά αποφορτισμένος σαν μπαταρία παλιού κινητού και το ίδιο απόγεμα αποφάσισε να επισκεφτεί τη μάνα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου