Ακούστηκαν
βήματα στις σκάλες, Η
μαμά,
σκέφτηκε
ο Μάριος και άρχισε η ταχυπαλμία. Αυτά
τα βήματα δεν ακούγονται πολύ- “Πέρασα
καλά στην δουλειά σήμερα” κοίταξε
το αρκουδάκι του, τον Πλούτο, ο οποίος
ήταν κι αυτός ξαπλωμένος στην άλλη γωνία
του κρεβατιού του, ένιωσε πως κάτι
υπονοήθηκε μεταξύ τους, το προσπέρασε
και ξαναγύρισε στο βιβλίο του. Η
μαμά μπήκε μέσα. Έβγαλε τα τακούνια της
στο φισάκι δίπλα στο δωμάτιο του Μάριου.
Τα πόδια
της μαμάς μύριζαν πάντα άσχημα. Βρωμοπόδαρα
της μαμάς. Πολύ όμορφα βρωμοπόδαρα της
μαμάς. Όμορφες γάμπες στα όμορφα
βρωμοπόδαρα της μαμάς. Όμορφα δάχτυλα
στα όμορφα βρωμοπόδαρα της μαμάς. Όμορφα μπούτια στα όμορφα
βρωμοπόδαρα της μαμάς. Όμορφα πόδια στα
όμορφα βρωμοπόδαρα της μαμάς. Τα
βρωμοτάκουνα της μαμάς μύριζαν κούραση.
Τα βρωμοπόδαρα της μαμάς μύριζαν κούραση.
Οι ιδρωμένες μασχάλες της μαμάς μύριζαν
κούραση. Τα κατσιασμένα, χιλιοβαμμένα
μαλλιά της μαμάς με τις άσπρες ρίζες
μύριζαν κούραση. Τα σημάδια από τα
σπυρια στο πρόσωπο της μαμάς μύριζαν
κούραση. Η μαμά και η ομίχλη κούρασης
που την περιέβαλε πήγαν προς την κουζίνα.
Άρχισε να μαγειρεύει μακαρόνια με σκέτη
κόκκινη σάλτσα. Οι σάλτσες της μαμάς
ήταν πάντα σκέτες. Πουμαρό, λάδι, νερό,
αλάτι. Πάντα σκέτες. Σάλτσες σκέτες.
Σάλτσες χωρίς σάλτσες. Το τηγάνι άρχισε
να τσιρίζει και το σπίτι μύρισε λαδίλα,
τηγανίλα, ο Μάριος συνέχισε να διαβάζει
το βιβλίο του. Τα βρωμοπόδαρα της μαμάς
μύρισαν λίγο φόβο. Λίγο άγχος. Λίγο
ντροπή. Διστακτικά χτύπησε την πόρτα
του γραφείου του μπαμπά. «Ναι!»
είπε
μια ενοχλημένη φωνή. Η πόρτα άνοιξε
προσεκτικά. «Δημήτρη
μου»
είπαν
τα απειροελάχιστα, ανύπαρκτα βρωμοπόδαρα
της μαμάς. «Έλα,
τι' ναι πάλι; Δουλεύω.».Απότομα.
«Εεεε...
σε λίγο θα είναι έτοιμο το φαγητό, θέλεις
να σου βάλω να φας;»
«Τι
φαγητό;»
Απότομα.
Τα χεζμένα βρωμοπόδαρα της μαμάς
τρεμόπαιξαν «Ε...
μακαρόνια με σάλτσα.»
«Πάλι
μακαρόνια με σάλτσα;! Πάλι;! Δε θέλω! Να
τα φας εσύ που τα μαγείρεψες! Θα
παραγγείλω!»
«Μα
Δημήτρη μου...»
«Θα
παραγγείλω ΛΕΩ!»
«Μα
Δημήτρη μου, έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα
το ίδιο φαγητό παραγγέλνεις, θα πάθεις
τίποτα με αυτά τα πράματα που τρως. Γιατί
να μη φας λίγο σπιτικό φαγητό; Θα σου
φτιάξω και σαλάτα αν θέλεις.»
«ΔΕ
ΘΕΛΩ ΣΑΛΑΤΑ. Άσε με ήσυχο! Δηλαδή θα μου
πεις τι θα τρώω κιόλας; Ε ρε γαμώτι μου,
που μπλέξαμε, γυρνάω κουρασμένος από
τη δουλειά και αρχίζει η γκρίνια! Θα
παραγγείλω είπαμε. Τελείωσε το ζήτημα.
Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια. Άι στο
γκόρακα , με τη γκρίνια σου! Άι στο
γκόρακα! Και κλείσε την πόρτα! Έχω δουλειά
,λέμε.»
«Καλά
Δημήτρη μου, όπως αγαπάς.»
είπαν
τα υγραμένα βρωμοπόδαρα της μαμάς.
Ακούστηκε η πόρτα που έκλεινε. Τα
βρωμοπόδαρα της μαμάς κοντοστάθηκαν
έξω από την πόρτα του γραφείου και την
κοιτούσαν. Ξαφνικά απέκτησαν κάποια
μαγική δύναμη και κινήθηκαν γρήγορα
προς το δωμάτιο του Μάριου. Οι παλμοί
του Μάριου κινήθηκαν κι αυτοί γρήγορα,
προσπάθησε να βουλιάξει μέσα στο βιβλίο.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί ακόμα
περισσότερο στην ιστορία. Αν ήταν δυνατόν
να έχωνε το κεφάλι του μέσα στην ιστορία
σαν στρουθοκάμηλος, κατακτώντας την
απόλυτη αναγνωστική συγκέντρωση, αυτή
που όταν κάποιος έρθει στο δωμάτιο ούτε
που τον ακούς, αυτή που όταν κάποιος σου
μιλήσει, τρομάζεις και πετάγεσαι γιατί
ήσουν κάπου αλλού. Ήσουν κάπου αλλού
και τρόμαξες γιατί είχες ξεχάσει πού
ήσουν εδώ. Στην πραγματικότητα. «Να
σου βάλω μακαρόνια με σάλτσα;»
είπε
η μαμά. «Α!»
τρόμαξε
ο Μάριος. «ΛΕΩ,
να σου βάλω μακαρόνια με σάλτσα;»
«Δεν
πεινάω. Έφαγα πατατάκια στο διάλειμμα.»
«Γιατί
τρως αυτές τις αηδίες; Με τα δικά μου
λεφτά;!»
η
μαμά άρχισε να φορτώνει, ήταν όπως τα
κόκκινα φωτάκια- γραμμούλες στο κασετόφωνο
που έδειχναν τον ήχο, 1,2,3,4 πράσινες
γραμμούλες, 5 κίτρινη, 6 κίτρινη, 7
πορτοκαλί, 8 πορτοκαλί, 9 κόκκινη, 10
κόκκινη, μετά πίκαρε η κασέτα. Το κίτρινο,
το πορτοκαλί και το κόκκινο δεν ήταν
καλό πράγμα. Όταν ηχογραφούσες δεν
έπρεπε να δείχνει κίτρινο, πορτοκαλί
και κόκκινο. Μόνο πράσινα φωτάκια. «Ε
πείναγα, τι να κάνω;»
«Να
φας το φαΐ που μαγείρεψα, αυτό να κάνεις!
Που ΣΟΥ μαγείρεψα. Γαϊδούρι ,ε γαϊδούρι!
Πας και τρως αηδίες και μετά δεν τρως
το φαΐ που σου μαγείρεψα!»
Χαστούκι.
«Μαμά...
εγώ...»
«Σκάσε!
Είσαι ένα γαϊδούρι! Είσαι αχάριστος!»
Τα
χέρια του Μάριου είχαν ήδη πάρει θέση
άμυνας μπροστά στο πρόσωπό του.
Η
μαμά συνήθως στόχευε σε άλλα μέρη,
συνήθως σε άλλα μέρη, η μαμά συνήθως
στόχευε σε άλλα μέρη, συνήθως, εκτός απ'
τα χαστούκια, για κάποιο λόγο τα χαστούκια
ήταν πολύ πιο επίπονα. Πονάγανε στην
Τιμή του. Ο Μάριος είχε αποφασίσει ότι
είχε Τιμή από τότε που διάβασε τον “Μαύρο
Κουρσάρο”.
Ο Μαύρος Κουρσάρος είχε πολύ ψηλά την
Τιμή του, και όποιος την προσέβαλλε τον
τρύπαγε με το μυτερό σπαθί του. Συνήθως
στόχευε σε άλλα μέρη εκτός από το κεφάλι
(εκτός
απ' τα χαστούκια και τα χτυπήματα στο
κεφάλι)
:
στα μπούτια, στα χέρια, στα πλευρά, στον
ποπό,στην
πλάτη,
αλλά όταν λύσαγε ούτε η ίδια δεν έλεγχε
τις κινήσεις της. Το πρόσωπό της ήταν
κατακόκκινο. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα.
Έφτυνε σάλια. Άρχισε να τον χτυπάει
παντού με τα δυνατά της χέρια. Η μαμά
ήταν πολύ δυνατή παρότι
ήταν πολύ λιποβαρής. «Γαϊδούρι!
Ε, γαϊδούρι!»
«Σταμάτα!
Είσαι βλαμμένη!»
ο
Μάριος άρχισε να κλαίει. Πάντα έκλαιγε.
Πάντα έκλαιγε. Πάντα έκλαιγε. Δεν ήθελε
να κάνει κάτι άλλο. Δεν ήθελε να χτυπήσει
κι αυτός. Το είχε υποσχεθεί στον εαυτό
του στην Πρώτη Δημοτικού. Είχε πει: Εγώ δε θα χτυπάω. Το να χτυπάς είναι
απάνθρωπο γιατί ο άλλος στεναχωριέται,
και κλαίει, και πονάει. Στην Τετάρτη
Δημοτικού είχε δει μια ταινία για τη
ζωή του Γκάντι. Είχε μάθει τη λέξη
“πασιφιστής”. Ο Μάριος είχε ορκιστεί
να είναι για πάντα πασιφιστής , δηλαδή
να μη χρησιμοποιεί βία. «Πώς
με είπες;! ΘΑ ΣΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΣΙΧΑΜΑ! ΘΑ. ΣΕ.
ΣΚΟΤΩΣΩ.»
η
μαμά έφτυνε, κοκκίνιζε και χτύπαγε. «Με
βρίζεις κι όλας; Ε; Με βρίζεις; Τη μάνα
σου!; Εγώ που σ' ανάθρεψα, που στερήθηκα
για σένα να μου μιλάς έτσι; Στη μάνα
σου;! ΠΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ
ΣΕ ΓΕΝΝΗΣΑ ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΟ!!!»
είπε
η μαμά κι άρχισε κι αυτή να κλαίει αλλά
δε σταματούσε το ξύλο. «ΘΑ
ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΑΛΙΟΠΑΙΔΟ, θα πεθάνεις αχάριστο
γαϊδούρι που δε σε νοιάζει που εγώ
υπέφερα να σε μεγαλώσω. Θα πεθάνεις απ'
τα ίδια μου τα χέρια!»
Ο
Μάριος έκλαιγε, τα μπούτια του πονούσαν,
το κεφάλι του πονούσε, τα χέρια του
πονούσαν και προσπαθούσε
να προβλέψει τις κινήσεις της μαμάς όσο
καλύτερα μπορούσε. Σκεφτόταν τι μελανιές
θα έχει αύριο.
Οι
μελανιές είναι πολύ εντυπωσιακά πράγματα.
Αλλάζουν τόσα χρώματα. Μερικές φορές
τα χρώματα μοιάζουν με τον νυχτερινό
ουρανό με τα αστέρια και τους γαλαξίες
του. Παίρνουν απίστευτα σχήματα σαν τα
σύννεφα, και έχει πλάκα να μαντεύεις τι
παριστάνουν. Είναι
σαν τατουάζ που δεν γίνονται ποτέ βαρετά.
Όλο το σώμα του ήταν πάντα καλυμμένο
από πολλές μελανιές. Είχε της μαμάς, και
τις δικιές του. Ο Μάριος ήταν πολύ
ατσούμπαλος και αφηρημένος και μονίμως
σκόνταφτε, έπεφτε και χτύπαγε ή κουτουλούσε
πάνω σε σκληρά αντικείμενα. Μερικές
φορές η μαμά τον χτύπαγε επειδή χτύπησε
μόνος του. Ή επειδή έσπασε η χάλασε κάτι,
ή επειδή της αντιμιλούσε, ή επειδή έκανε
φασαρία, ή επειδή ήταν κουρασμένη, ή
επειδή γκρίνιαζε, ή επειδή έκλαιγε, ή
επειδή. Οι
μελανιές ήταν η πολύχρωμη συλλογή του.
Ήταν πάντα εκεί. Τα πόδια του ήταν τόσο
καλυμμένα από μωβ και πράσινο και κίτρινο
και πορτοκαλί που του φαίνονταν ότι
έμοιαζαν σαν να έχουν μουχλιάσει. Ένιωθε
αρκετά περήφανος για τις μελανιές του.
Τις έδειχνε στα παιδιά στο σχολείο. Τις
μέτραγε κάθε μέρα. Δεν έλεγε όμως για
τη μαμά. Δεν τον πίστευαν έτσι κι αλλιώς.
Η μαμά ήταν πολύ καλή γυναίκα. Αυτά ήταν
υπερβολές. Ένα χαστουκάκι, τώρα... Ε, δεν
έγινε και τίποτα, μαμά είναι κι αυτή, τι
να κάνει... Οι μελανιές είχαν ζωή, είχαν
εξέλιξη , τις παρατηρούσε να αλλάζουν
να απλώνονται, να εξαϋλώνονται, να
φεύγουν για να αντικατασταθούν από
καινούργιες. Ένιωθε σαν τον Δαρβίνο και
τους παλιούς φυσιοδίφες που μελετούσαν
οικοσυστήματα με τους μεγεθυντικούς
φακούς τους. Ήταν περήφανος για τις
μελανιές του. Μουχλιασμένα πόδια.
Όταν
πόνεσαν τα χέρια της μαμάς, μειώθηκε η
ένταση των χτυπημάτων. Τώρα που είχε
μεγαλώσει κουραζόταν πιο εύκολα. Γι'
αυτό άλλες φορές χρησιμοποιούσε πράγματα
για να μην πονάνε τα χέρια της. Τα πράγματα
ήταν: η παντόφλα της μαμάς, η λουρίδα
του παντελονιού του μπαμπά, το ξύλινο
κοντάρι που βοηθούσε να φτάσει η μαμά
τα ψηλά αντικείμενα στα πάνω ντουλάπια,
και κάποια miscellania
που
τύχαινε να βρίσκονται
κοντά στα χέρια της. Όταν πόνεσαν τα
χέρια της μαμάς, ο Μάριος βρήκε την
ευκαιρία και είπε ανάμεσα σε λυγμούς:
«Εντάξει
μα...μά,... συγ...γνώμη,.... θα.... φ...φφάω,
συγ....γνώμηηηη, δε θέλω να.... είμαι
κα....κόοοος....συγγνώμηηηηη, θα.... φά....ω,
συγγνώμηηηη, συ...γγνώμηη.»
Η
μαμά σταμάτησε να χτυπάει, αγκάλιασε
το Μάριο με τρυφερότητα και φίλησε το
κλαμένο
του μάγουλο «Μπράβο
γιόκα μου»
είπε
λαχανιασμένη γιατί το ξύλο ήταν πολύ
κουραστικό «και...
με συγχωρείς που σε χτύπησα.»
Ο
Μάριος δεν απάντησε. Η μαμά ήξερε ότι ο
Μάριος θα έκλαιγε για αρκετή ώρα ακόμα.
Τον άφησε να κλάψει και πήγε στην κουζίνα.
Ο Μάριος έκλαιγε σχετικά χαμηλόφωνα.
Όσο μπορούσε για να μην αρχίζει να
φωνάζει ο μπαμπάς από το γραφείο «Ησυχία!
Ησυχία! Τι φασαρία είναι αυτή που
κάνετε;!!»
Πήρε
αγκαλιά τον Πλούτο. Ο Πλούτο ήταν ένα
ολόλευκο αρκούδι με κόκκινα μακρυά
αυτιά, μεγάλα καλοσυνάτα μάτια από
χάντρες, μια όρθια λευκή τουφίτσα σα
μαλλιά στην κορφή του κεφαλιού του,
κόκκινη μύτη, κόκκινες καρδούλες στις
πατούσες, και δυό μεγάλα μπροστινά πόδια
ιδανικά για αγκαλιές γιατί μπορούσαν
να ακουμπάνε στους ώμους του. Ο Πλούτο
ήταν ο καλύτερός του φίλος. Ο Πλούτο τον
αγαπούσε ανκοντίσιοναλυ , που λέμε, όπως
κάνουν οι καλύτεροι φίλοι. Τον Πλούτο
του τον έφεραν όταν γεννήθηκε κι από
τότε ήταν αχώριστοι. Παρότι είχαν την
ίδια ακριβώς ηλικία, ο Μάριος πάντα
ένιωθε μέσα του ότι ο Πλούτο ήταν
τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος.
Ήταν σοφός, γιατί του έδινε πάντα σοφές
συμβουλές, συζητούσαν μαζί τα προβλήματα
του Μάριου, τις σκέψεις του, τις φαντασίες
του, τις περιπέτειες που ζούσε, και πάντα
τον παρηγορούσε. Ο
Πλούτο στα δύσκολα ήταν πάντα εκεί,
γιατί
ήταν πραγματικός φίλος. Φυσικά όλα αυτά
γίνονταν τηλεπαθητικά. Ο
Πλούτο ήταν αρκουδάκι, δε μπορούσε να
μιλήσει. Τα αρκουδάκια δε μιλάνε, όλοι το ξέρουνε
αυτό. Ο Πλούτο μπορούσε να διαβάζει
τις σκέψεις του Μάριου και ο Μάριος τις
σκέψεις του Πλούτο, ακόμη κι από άλλο
δωμάτιο. Ο Μάριος ήξερε πως χωρίς τον
Πλούτο δε θα μπορούσε να συνεχίσει να
ζει. Ακούμπησε τη μύτη του στην
σκληρήπλαστικήκόκκινητριγωνική μύτη
του Πλούτο και χάιδεψε το μεγάλο του
λούτρινο μάγουλο. Τον κοίταξε βαθιά στα
μάτια. «Γιατί
κλαις;»
είπε ο Πλούτο με τη σοφή μπάσα (αλλά όχι
υπερβολικά) φωνή του. «Αφού
είδες γιατί με ρωτάς;»
«Θέλω
να μου πεις. Εγώ είδα, αλλά θέλω να μου
πεις εσύ.»
«Κλαίω
γιατί είμαι ένας απαίσιος γιος, και
γιατί η μαμά με μισεί,
γι' αυτό και με δέρνει και τη στεναχωρώ.
Δεν θέλω να είμαι έτσι. Δε θέλω να είμαι
κακός. Θέλω να είμαι κάποιος άλλος.»
Είναι
πολύ πιο εύκολο να μιλάς τηλεπαθητικά
όταν κλαις, γιατί με τη φωνή κανείς δεν
καταλαβαίνει τι λες. «Θέλω
να μην είμαι εγώ, θέλω να είμαι κάποιος
άλλος που είναι καλός και να με αγαπάει
η μαμά και να είναι περήφανη για μένα.»
«Γι'
αυτό κλαις»
είπε
ο Πλούτο. «Ναι,
αλλά κλαίω και γιατί πονάω και γιατί
όταν η μαμά με βαράει, νιώθω ότι με
εξευτελίζει, ότι δεν είμαι άνθρωπος,
ότι είμαι μια κουράδα, ένα τίποτα, μια
κουράδα. Και τη μισώ που με βαράει
αλλά δε θέλω να τη μισώ, θέλω μόνο να την
αγαπάω. Θέλω να είμαι καλός. Πλούτο,
γιατί δεν είμαι καλός; Γιατί είμαι τόσο
κακός, Πλούτο; Γιατί όλοι οι άλλοι είναι
τόσο καλοί και εγώ είμαι τόσο κακός; Το
ξέρω ότι μου αξίζει να με βαράει η μαμά,
έχει δίκιο, είμαι αχάριστος και κακός
και μου αξίζει, και εγώ αντί να το δέχομαι
κλαίω και τη μισώ και δημιουργώ όλο
προβλήματα. Πλούτο, γιατί είμαι τόσο
λάθος; Γιατί δεν είμαι αλλιώς; Πώς θα
γίνω αλλιώς; Δε θέλω να είμαι έτσι. Δε
θέλω να ζω έτσι. Δεν αντέχω άλλο. Δε θέλω
να είμαι κακός και να με βαράνε και να
μου θυμίζουν συνέχεια ότι είμαι κακός
και να υπάρχω και να δημιουργώ προβλήματα
σε όλους και στη μαμά. Θέλω να πεθάνω. Δεν
είναι δίκαιο αυτό που είναι, δεν είναι
δίκαιο. Αν πέθαινα η μαμά θα ήταν
ευτυχισμένη. Όλος ο κόσμος θα ήταν
καλύτερος χωρίς εμένα, είμαι σίγουρος
γι' αυτό. Όλοι θα ήταν τόσο ανακουφισμένοι
και ευτυχισμένοι αν πέθαινα. Θέλω να
μην υπάρχω. Αλλά δε μπορείς απλά να
εύχεσαι να πεθάνεις δεν αρκεί , ο θάνατος
δεν έρχεται με τις ευχές πρέπει να κάνεις
κάτι γι' αυτό. Για το καλό της κοινωνίας
πρέπει να κάνω κάτι γι' αυτό. Δεν μπορώ
άλλο έτσι, δεν το αντέχω. Και είμαι κι
αχάριστος , Πλούτο, θέλω να πεθάνω, δεν
μπορώ άλλο, δεν είναι δίκαιο αυτό που
είναι, δεν μπορώ άλλο. Είναι σαν εφιάλτης.
ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΑΛΛΑ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ
ΞΥΠΝΗΣΩ. Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΑΛΛΑ
ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΩ.» «Μάριε, αφού
το ξέρεις πως
εγώ σ' αγαπώ. Σ' αγαπώ απεριόριστα και
θα σ' αγαπώ για πάντα. Κι ας είσαι κακός.
Και ναι, έχεις δίκιο. Δε μπορείς απλά να
εύχεσαι να πεθάνεις, πρέπει και να κάνεις
κάτι γι'αυτο. Και θα έλεγα πως καλό θα
ήταν να το κάνεις σύντομα, γιατί όσο
περισσότερο ζεις τόσο το χειρότερο για
σένα. Μην κλαις , Μάριε, εγώ σ' αγαπώ, δεν
θέλω να κλαις.» «Ω, Πλούτο, κι εγώ σ'
αγαπώ τόσο πολύ! Είσαι o καλυτερότερός
μου φίλος, τι θα έκανα χωρίς την αγάπη
και την καλοσύνη σου. Μ' αγαπάς κι ας
είμαι κακός. Μόνο εσύ μ' αγαπάς κι ας
είμαι κακός. Εγώ με μισώ. Δε θέλω ούτε
να με βλέπω.»«Πήγαινε να φας , Μάριε, και
θα συνεχίσουμε τα σχέδιά μας αύριο πάλι
που θα 'χεις ηρεμήσει. Άμα φας θα
νιώσεις καλύτερα. Και πιες και λίγο
νερό για να μη σε πιάσει πάλι πονοκέφαλος
απ' τα κλάματα.» «Πλούτο μου, έχεις
δίκιο, θα πάω να φάω, είσαι τόσο καλός
μαζί μου, και με φροντίζεις κι ας μη το
αξίζω. Σ' αγαπώ τόσο πολύ. Θα σ' αγαπώ για
πάντα. Ότι κι αν γίνει.» «Κι
εγώ , Μάριε, μην το ξεχνάς αυτό.»
Ο
Μάριος σηκώθηκε και πήγε να φάει. Στο
δρόμο έκανε μια παράκαμψη στο μπάνιο.
Κοίταξε το κλαμένο του πρόσωπο στον
καθρέφτη. Μια μεγάλη κόκκινη χερούκλα
είχε αποτυπωθεί στο μάγουλό του. Σε κανά
μισάωρο θα' φευγε αυτό, το ήξερε ο Μάριος
και δεν ανησυχούσε. Αναρωτήθηκε πως θα
ήταν το πρόσωπό του όταν πέθαινε. Πώς
θα ήταν νεκρό το πρόσωπό του και πως θα
έμοιαζε όταν σάπιζε και το τρώγανε τα
σκουλήκια. Γδύθηκε και έμεινε με το
βρακί. Κοίταζε το σώμα του, τα κοκκινισμένα
του χέρια, και τα κοκκινισμένα του πόδια,
και τον κοκκινισμένο του ποπό. Κι
αναρωτήθηκε με ελπιδοφόρα περιέργεια,
τι μελανιές θα έβγαιναν άυριο.